- υποληπτικός
- -ή, -όν, Α [ὑπολαμβάνω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατανόηση, αντιληπτικός.επίρρ...ὑποληπτικῶς Αμε υποληπτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποληπτική — ὑποληπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποληπτικήν — ὑποληπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποληπτικῶς — ὑποληπτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)